ψώνι

ψώνι
το
1. ό,τι αγοράζει κανείς: Σήμερα έκανα πολλά ψώνια.
2. αυτός που εύκολα εξαπατάται, αφελής, κορόιδο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψώνι — το, Ν βλ. ψώνιο …   Dictionary of Greek

  • ψούνι(ο) — το, Ν (διαλ. τ.) βλ. ψώνι(ο) …   Dictionary of Greek

  • ψώνιο — και ψώνι και ψούνι(ο), το, Ν 1. ό,τι αγοράζει κανείς («βγήκε για ψώνια») 2. μτφ. α) άνθρωπος ευκολόπιστος, αφελής β) άνθρωπος ψηλομύτης, φαντασμένος 3. φρ. «έχει ψώνιο [με κάτι]» έχει παθολογική αδυναμία σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μσν. ὀψώνιον… …   Dictionary of Greek

  • ψώνιο — το βλ. ψώνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”